- ψώμιζε
- ψωμίζωfeed by putting little bits into the mouthpres imperat act 2nd sgψωμίζωfeed by putting little bits into the mouthimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψωμίζω — ΝΑ [ψωμός] ταΐζω κάποιον νεοελλ. μέσ. ψωμίζομαι εξοικονομώ τα αναγκαία για τη ζωή («ψωμίζεται κάνοντας δουλειές από δω και από κει») αρχ. 1. παρέχω σε κάποιον τροφή («ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρὸς σου, ψώμιζε αὐτόν», ΚΔ) 2. (σχετικά με αγκίστρι)… … Dictionary of Greek